ἀνάβουν

ἀνάβουν
ἀνά̱βουν , ἀνά-ἀβάω
attain
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνά̱βουν , ἀνά-ἀβάω
attain
imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνά-ἀβάω
attain
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνά-ἀβάω
attain
imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ανάφτης — ο μακρύ ραβδί με κερί στην κορυφή του, το οποίο χρησιμοποιείται για να ανάβουν τα κεριά του πολυελαίου ή τα καντήλια της εκκλησίας …   Dictionary of Greek

  • ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • επιθωράκιος — α, ο (AM ἐπιθωράκιος, ον) νεοελλ. ναυτ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο 2. φρ. «επιθωράκιος φανός» φανός που ανάβουν στο θωράκιο τής ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι τής κόφας μσν. αρχ. αυτός που φοριέται… …   Dictionary of Greek

  • επιλύχνιος — α, ο (Μ ἐπιλύχνιος, ον) 1. αυτός που τελείται ή ψάλλεται την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, κατά τον εσπερινό («τῆς ἐπιλυχνίου εὐχαριστίας», «ἐπιλυχνίους ὕμνους») 2. φρ. «ἐπιλύχνιος εὐχαριστία» ο ύμνος «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης...». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”